κλώθω

κλώθω
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Νύχτας και μία από τις τρεις Μοίρες. Ο Πλάτων ονομάζει τις Μοίρες στην Πολιτεία του κόρες της Ανάγκης και αναφέρει ότι η Κ. ψάλλει το παρόν και, καθώς κλώθει, εκφράζει την πλοκή των γεγονότων που αποτελούν τη ζωή. Η δράση της αρχίζει αμέσως μετά τη γέννηση κάθε ατόμου και τερματίζεται με την ταφή του. Κλώθει δηλαδή το νήμα, που καθορίζει το μήκος της ζωής του ανθρώπου. Ο Ησίοδος αναφέρει την Κ. ως ένα πρόσωπο, ενώ ο Όμηρος χρησιμοποιεί τον πληθυντικό Κλώθες (Οδύσσεια η, 197). Στα μνημεία της αρχαίας ελληνικής τέχνης οι τρεις αδελφές παρουσιάζονται πάντοτε με σοβαρή και αυστηρή φυσιογνωμία, άλλοτε ως γριές και άλλοτε πάλι ως γυναίκες σε ώριμη ηλικία.
II
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1868. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 10,6 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 7,63. Η διεθνής ονομασία του είναι Klotho 97.
* * *
(AM κλώθω)
κατασκευάζω νήμα από μαλλί, βαμβάκι ή άλλη ύλη χρησιμοποιώντας κλώστη, γνέθω («κλώθουσαν λίνον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τά κλώθει» — αλλάζει θέσεις του ή απόψεις του, προσπαθεί να αποφύγει τη συζήτηση σχετικά με ένα θέμα
β) «τά κλώθω στον νου μου» — σκέπτομαι επίμονα κάτι, στριφογυρίζω στο μυαλό μου συγκεκριμένες σκέψεις
νεοελλ.-μσν.
κατσαρώνω
μσν.
καταβροχθίζω
μσν.-αρχ.
ορίζω τη μοίρα τού ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή του με το κάλαθος παρουσιάζει και φωνητικά και σημασιολογικά προβλήματα. Ακόμη πιο αμφίβολη είναι η σύνδεσή του με το λατ. colus «ρόκα».
ΠΑΡ. κλώσις, κλώσμα, κλωστός, κλωστήρ
αρχ.
κλώθες
αρχ.-μσν.
κλώστρον
μσν.- νεοελλ.
κλωστή, κλώστης
νεοελλ.
κλωστικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κλωθωγυρίζω. (Β συνθετικό) επικλώθω
αρχ.
ανακλώθω, εγκατακλώθω, εγκλώθω, επικατακλώθω, κατακλώθω, συγκλώθω
νεοελλ.
αποκλώθω, ξανακλώθω, ξεκλώθω, ψιλοκλώθω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλώθω — twist by spinning pres subj act 1st sg κλώθω twist by spinning pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώθω — κλώθω, έκλωσα βλ. πίν. 37 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Κλωθώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλωθώ — η ώς, όνομα μιας από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλώθω — έκλωσα, κλώστηκα, κλωσμένος 1. γνέθω. 2. φρ., «Tα κλώθει», τα στρίβει, προσπαθεί να υπεκφύγει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεκλωσμένα — κλώθω twist by spinning perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκλωσμένᾱ , κλώθω twist by spinning perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκλωσμένᾱ , κλώθω twist by spinning perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῶσον — κλώθω twist by spinning aor imperat act 2nd sg κλώθω twist by spinning fut part act masc voc sg κλώθω twist by spinning fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώσει — κλώθω twist by spinning aor subj act 3rd sg (epic) κλώθω twist by spinning fut ind mid 2nd sg κλώθω twist by spinning fut ind act 3rd sg κλῶσις spinning fem nom/voc/acc dual (attic epic) κλώσεϊ , κλῶσις spinning fem dat sg (epic) κλῶσις spinning… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώσω — κλώθω twist by spinning aor subj act 1st sg κλώθω twist by spinning fut ind act 1st sg κλώθω twist by spinning aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκλωσμένον — κλώθω twist by spinning perf part mp masc acc sg κλώθω twist by spinning perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”